κωμωδογραφος

κωμωδογραφος
    κωμῳδογράφος
    κωμῳδο-γράφος
    (ᾰ) ὅ Anth. = κωμῳδιογράφος См. κωμωδιογραφος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κωμωδογραφος" в других словарях:

  • κωμωδογράφος — κωμῳδογράφος, ὁ (Α) βλ. κωμωδιογράφος …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδογράφων — κωμῳδογράφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδογράφῳ — κωμῳδογράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδιογράφος — ο (Α κωμῳδιογράφος και κωμῳδογράφος) συγγραφέας κωμωδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + γράφος*. Ο τ. κωμῳδογράφος είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»